-
1 διαύγεια
η1) чистота, прозрачность (воды, атмосферы, стекла и т. п.); 2) перен. ясность; чёткость (стиля, речи и т. п.);η διαύγεια τού νού — или πνευματική διαύγεια — ясность ума;
ξαναβρήκε την διανοητική διαύγεια — у него восстановилась ясность ума, он опять стал умственно полноценным
См. также в других словарях:
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek